- κομπορρηματοχρηματομετεωροφέναξ
- κομπορρηματοχρηματομετεωροφέναξ, ὁ (Μ)(ως κωμικό επίθ. τού Κροίσου) αυτός που κομπορρημονεί για τα πλούτη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομπορρήμων «αλαζόνας» + χρῆμα + μετεωροφέναξ «αυτός που εξαπατά με την αστρολογία»].
Dictionary of Greek. 2013.